Πέραν των βαθύτερων ιστορικών και, ενδεχομένως, ψυχολογικών επιδράσεων στη σχέση Μακαρίου – βασιλικής οικογένειας και ιδιαίτερα με τη Φρειδερίκη, τα δύο μέρη έβλεπαν κοινά πολιτικά συμφέροντα να εξυπηρετούνται από αυτή τη συμμαχία των θρόνων, του βασιλικού με τον αρχιεπισκοπικό. Το 1950 ο Μακάριος, ως νεοφανής ηγέτης των Ελληνοκυπρίων, επεδίωκε την «έγκριση» του Στέμματος για να εδραιώσει την εξουσία του στο νησί, την αναγνώρισή του στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα, αλλά και για να ανοίξει πόρτες στο εξωτερικό. Από την άλλη, η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν ένα ιδεώδες το οποίο και ο Βασιλιάς Παύλος Α΄ υιοθέτησε πολύ νωρίς μετά την άνοδό του στον θρόνο, το 1947.
Όταν η πολιτική ηγεσία στην Αθήνα θεωρούσε ότι τώρα δεν είναι η ώρα ανακίνησης του Κυπριακού και αμέσως μετά τον Εμφύλιο υιοθετούσε τη θέση «η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι’ αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού» (η φράση αποδίδεται στον Γεώργιο Παπανδρέου), ο Παύλος ήταν ένας από τους πρώτους και πολιτικά ο κορυφαίος που αξίωσε δημοσίως την ένωση της βρετανικής αποικίας της Κύπρου με την Ελλάδα. Σε συνέντευξή του στους New York Times το 1948 ο Παύλος δήλωνε ότι «η Ελλάδα σίγουρα επιθυμεί και θα συνεχίσει να επιθυμεί την ένωση της Κύπρου με την υπόλοιπη Ελλάδα. Είναι δύσκολο να κατανοήσω γιατί αυτό δεν έχει ήδη υλοποιηθεί» (New York Times, “Greek King offer Crete-Cyprus deal”, C.L. Sulzberger, σελ. 14). Πρόσφερε δε ως ανταλλάγματα «επιπρόσθετες εγκαταστάσεις βάσεων στη Βρετανία ή τις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Κρήτη ή αλλού». Η τοποθέτηση του Παύλου εξόργισε το Λονδίνο. Ο Βρετανός επιτετραμμένος στην Αθήνα προέβη σε έντονες παραστάσεις στον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη. Τον βασιλιά όμως τον ενδιέφερε περισσότερο να βελτιώσει την προβληματική, γερμανόφιλη, εικόνα τού Στέμματος στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Στο δημοψήφισμα του 1946 ο αδελφός του, Γεώργιος Β΄, μπορεί να «κέρδισε» την επάνοδό του στην Ελλάδα με 69%, αλλά ήταν κοινό μυστικό ότι το ποσοστό αυτό ήταν και προϊόν νοθείας. Όταν ξαφνικά πέθανε ο Γεώργιος και ο Παύλος Α΄ ανέβηκε στον θρόνο την 1η Απριλίου 1947, τα δεδομένα για το βασιλικό ζεύγος δεν ήταν ευνοϊκά. Πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Παύλος ως διάδοχος επί δικτατορίας Ιωάννη Μεταξά, είχε ηγηθεί της εθνικής οργάνωσης νεολαίας, που είχε ως πρότυπο εκείνη του Χίτλερ. Επίσης, η 15 χρόνια νεότερή του Φρειδερίκη ήταν Γερμανίδα και μέλος της ναζιστικής νεολαίας, ενώ, στη διάρκεια του πολέμου υπήρχαν υποψίες ότι έβλεπε με συμπάθεια τις δυνάμεις του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) γι’ αυτό αντί να μείνει με τον σύζυγό της εξόριστη στην Αίγυπτο, όπου έδρευε το αρχηγείο των συμμαχικών δυνάμεων, εστάλη στη Νότιο Αφρική.
Εκείνο όμως που «κλείδωσε» τη σχέση Μακαρίου – Φρειδερίκης ήταν το έντονο ενδιαφέρον της μεγαλειότατης όταν, το 1956, έναν χρόνο μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Κύπριος ιερωμένος είχε κυριολεκτικά απαχθεί από τους Βρετανούς και εξοριστεί για έναν χρόνο στις Σεϋχέλλες.
Μετά τον πόλεμο, το βασιλικό ζεύγος «πόνταρε» σε δύο ζητήματα για να ανασκευάσει την προβληματική του εικόνα και να εκφράσει τον ευρύτερο, μη αριστερό χώρο: στον αντικομουνισμό και στο Κυπριακό, το οποίο προσφερόταν μια και είχε αρχίσει να εξάπτει την ελληνική εθνική συνείδηση. Ο Μακάριος φαινόταν να αποκτά τέτοιο εκτόπισμα ώστε να μπορεί να τους «ευλογήσει» εθνικά να αποσείσουν τη γερμανόφιλη εικόνα τους.
Τον Φεβρουάριο του 1954, ο Μακάριος συνάντησε ξανά τη Φρειδερίκη στο Τατόι. Είτε ο ίδιος της το ζήτησε είτε ήταν πρωτοβουλία της βασίλισσας, λίγες μέρες μετά η Φρειδερίκη έστελνε μια μακροσκελέστατη επιστολή στον Ουίνστων Τσώρτσιλ, στην οποία τον προειδοποιούσε για τους κινδύνους στις διμερείς σχέσεις λόγω της αδιαλλαξίας του Λονδίνου στο Κυπριακό. «Ένα πολύ μικρό νησί που ονομάζεται Κύπρος φαίνεται να γίνεται αιτία αποξένωσης μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας. Αυτό δεν θα έπρεπε να συμβαίνει». Του υπενθύμιζε δηκτικά ότι η Ελλάδα στάθηκε στο πλευρό της Βρετανίας στην «πιο επικίνδυνη ώρα στην πρόσφατη βρετανική ιστορία» και ότι τώρα «το ελληνικό πνεύμα πληγώνεται από την κατηγορηματική άρνηση για οποιαδήποτε συζήτηση για το μέλλον της Κύπρου». Η Φρειδερίκη, λες και γνώριζε ότι σε ένα χρόνο θα ξεκινούσε ο αγώνας της ΕΟΚΑ, απηύθυνε έκκληση στον Τσώρτσιλ ώστε «να μην εξαναγκασθούμε να φέρουμε ενώπιον των βέβηλων οφθαλμών του κόσμου τον οικογενειακό μας καβγά» και τον καλούσε σε μυστικές συνομιλίες μαζί της για το μέλλον της Κύπρου. Υπέγραφε την επιστολή απλώς ως Frederica R. Ένα μήνα αργότερα ο Βρετανός πρωθυπουργός σε μια σύντομη απάντηση ουσιαστικά απέρριπτε την πρότασή της. «Δεν θα ήταν ορθό για μένα να αφήσω στη Μεγαλειότητά σας αμφιβολία για την πεποίθησή μας ότι αυτή δεν είναι η ώρα που είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, της Μεγάλης Βρετανίας ή, ευρύτερα, του ΝΑΤΟ, για να συζητήσουμε για αλλαγές στη διακυβέρνηση της Κύπρου». Την προειδοποιούσε επίσης ότι «διατάραξη του παρόντος καθεστώτος δεν θα μπορούσε παρά να μας βλάψει όλους», (Φρειδερίκη, σελ. 187-189).
Η συλληψη «καταιγιδα»
Εκείνο όμως που «κλείδωσε» τη σχέση Μακαρίου – Φρειδερίκης ήταν το έντονο ενδιαφέρον της μεγαλειότατης όταν, το 1956, έναν χρόνο μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, ο Κύπριος ιερωμένος είχε κυριολεκτικά απαχθεί από τους Βρετανούς και εξοριστεί για έναν χρόνο στις Σεϋχέλλες. Συνελήφθη ενώ βρισκόταν καθοδόν προς το αεροδρόμιο για να ταξιδέψει στην Αθήνα, όπου, μεταξύ άλλων, θα συναντούσε και το βασιλικό ζεύγος. Η Φρειδερίκη εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκειά της για την ενέργεια αυτή των Βρετανών σε επιστολή προς τον πρώην υπουργό Εξωτερικών και αργότερα Άμυνας των ΗΠΑ στρατηγό Μάρσαλ. Τον ενημέρωνε ότι η σύλληψη έχει προκαλέσει «καταιγίδα» στην Ελλάδα και την Κύπρο και αναφέρεται στον Μακάριο ως τον «Αρχιεπίσκοπο μας».
Η εξορία εκτίναξε τη δημοφιλία του Μακαρίου στην Ελλάδα καθιστώντας τον υπολογίσιμη δύναμη στο ελληνικό πολιτικό στερέωμα. Το περιβάλλον του Κύπριου Αρχιεπισκόπου, επιχειρώντας να τον εμφανίσει σημαντικότερο των Ελλήνων πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών, προωθούσε την εικόνα ότι η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου είναι πέμπτη στην ιεραρχία μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα. Ο Μακάριος, έλεγαν χαρακτηριστικά, «είναι μίλια μπροστά από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών» (The New York Times 18/3/1956) ή ότι «η αξία του Μακαρίου σαν Πρωθιεράρχου είναι η ίδια με την αξία του Πατριάρχου της Κωνσταντινουπόλεως» ή ακόμη ότι ο Μακάριος είναι «η μεγαλύτερη ελληνική προσωπικότης» (Συνέντευξη Μακαρίου στο ιταλικό περιοδικό Επόκα, όπως αναδημοσιεύθηκε στα ελληνικά στο «Times of Cyprus» στις 15/9/1957, σελ. 3).
Βιβλιογραφια
Βασίλισσα Φρειδερίκη, «A Measure of Understanding» St. Martin’s Press, 1η έκδοση, 1971.
Tο άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Καθημερινή“.