Στην αίθουσα 5 του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζονται οι δυναστείες του Βυζαντίου από τα χρόνια του Ηρακλείου (610-641) μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Μια αναγκαία υπενθύμιση ότι οι πολιτικές δυναστείες, τα πολιτικά τζάκια δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Μήπως όμως για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα έπρεπε να συναντάται, σε τέτοια έκταση, στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου, όπου λειτουργεί η δημοκρατία και το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού είναι υψηλότερο από το παρελθόν; Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, στο Βέλγιο υπάρχουν τουλάχιστον 10 μεγάλες πολιτικές δυναστείες, στην Ιρλανδία 11, στη Μάλτα 14, στη Βρετανία αμέτρητες και στους γείτονες, Ισραήλ 9 και Λίβανο 21.
Τον 21ο αιώνα στον δυτικό κόσμο το διακύβευμα δεν είναι τόσο ο εκδημοκρατισμός και η διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων, διότι αυτά σε σημαντικό βαθμό έχουν κατοχυρωθεί συνταγματικά, σημειώνει η Χαραλαμπία Βουλγαράκη στη διατριβή της «Πολιτικές δυναστείες: η περίπτωση της Ελλάδας», στην οποία υποστηρίζει ότι η ύπαρξη πολιτικών δυναστειών «κλονίζει την οργανωτική βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος» αφού «υποδηλώνει την ανισότητα τόσο στην κατανομή της πολιτικής εξουσίας, όσο και στην πρόσβαση σε αυτήν».
Η ιδέα της αναζήτησης του βάθους και της έκτασης του φαινομένου των κυπριακών πολιτικών δυναστειών «γεννήθηκε» μετά την παραίτηση (εξαιτίας της τραγωδίας στα Τέμπη) του Έλληνα υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή. Τον δημόσιο διάλογο στην Αθήνα απασχόλησε η διαπίστωση ότι, εξ αυτού, στην επόμενη Βουλή των Ελλήνων, για πρώτη φορά από το 1974, δεν θα συμμετέχει Καραμανλής. Οι ψηφοφόροι, όπως εύστοχα έγραψε ο Αλέξης Παπαχελάς, «λύσεις στα προβλήματά τους θέλουν, όχι απάντηση στο αν στις επόμενες Βουλές θα υπάρχει Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Καραμανλής ή οτιδήποτε άλλο». Από το 1944 αυτές οι τρεις δυναστείες έχουν βγάλει επτά πρωθυπουργούς, οι οποίοι κυβέρνησαν την Ελλάδα σχεδόν τα μισά από τα 79 χρόνια που μεσολάβησαν.
Στην Ελλάδα οι πολιτικές δυναστείες είναι τόσο βαθιά ριζωμένες ώστε καμία κρίση, ούτε η επταετία της χούντας, ούτε η πρόσφατη οικονομική κρίση, ταρακούνησαν την παλαιά πολιτική τάξη. Τουναντίον, βγαίνοντας από την κρίση, το 2019 τον Ιούλιο, πρωθυπουργός της χώρας εξελέγη ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τον Σεπτέμβριο δήμαρχος Αθηναίων ο ανιψιός του, Κώστας Μπακογιάννης. Και πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες πολιτικές οικογένειες με εξίσου μακρά πορεία, όπως οι Βαρβιτσιώτηδες και οι Κεφαλογιάννηδες.
Ομολογουμένως αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν συμβαίνει πουθενά αλλού στον δυτικό κόσμο. «Δεν υπάρχει καμμιά μα καμμιά ευρωπαϊκή χώρα (ούτε η Γερμανία, ούτε η Γαλλία, ούτε η Ιταλία, ούτε η Αλβανία, ούτε η Βουλγαρία, ούτε η Σερβία, ούτε η Πορτογαλία, ούτε η Εσθονία ή οποιαδήποτε άλλη) στην οποία να έχει διατελέσει έστω και ένας Πρωθυπουργός υιός προηγούμενου Πρωθυπουργού» γράφει ο Σταύρος Λυγερός, ο οποίος θεωρεί ότι το γεγονός αυτό «συνιστά μία ‘ιδιαιτερότητα’ εξευτελιστική για την ποιότητα της δημοκρατίας μας».
Στην Κύπρο δεν υστερούμε σε πολιτικές δυναστείες, αλλά –λόγω ίσως συντομότερου ανεξάρτητου κρατικού βίου– οι εγχώριες δεν έχουν το βάθος που υπάρχει στην Ελλάδα. Έχουν όμως άλλα χαρακτηριστικά, όπως το γεγονός ότι από τους οκτώ Προέδρους Δημοκρατίας, οι μισοί είναι ιδρυτές πολιτικής δυναστείας. Ή το ότι δεν υπάρχουν ιδεολογικά αναχώματα, πολιτικές δυναστείες συναντούμε τόσο στην κεντροδεξιά (ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ) όσο και στο ΑΚΕΛ, όπου καταγράφηκε μια σημαντική αύξηση οικογενειακής διαδοχής στις βουλευτικές εκλογές του 2021.
Η έρευνα φανερώνει ότι οι γόνοι πολιτικών δυναστειών κερδίζουν εύκολα την «οικογενειακή» έδρα την πρώτη φορά που κατέρχονται σε εκλογές, σε αντίθεση με άλλους, επίσης νέους και φιλόδοξους, αλλά ανώνυμους υποψήφιους. Οι «κληρονόμοι» έχουν το πλεονέκτημα του αναγνωρίσιμου επωνύμου, των έμπειρων συνεργατών που ξέρουν να κάνουν εκλογές, των προσβάσεων στα ΜΜΕ και των οικονομικών χορηγών. Σε μια παλαιότερη δήλωσή του στο Reuters, o Όθωνας Αναστασάκης, διευθυντής του τμήματος Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σημείωνε ότι «η πολιτική κουλτούρα δεν αλλάζει εν μια νυκτί και το όνομα της οικογένειας είναι πολύ πιο σημαντικό από οποιοδήποτε άλλο διαπιστευτήριο» όπως και το ότι «λειτουργεί σαν ένα κλειστό επάγγελμα». Η διαχρονική ύπαρξη πολιτικών δυναστειών υποδηλώνει ακριβώς αυτό: Ότι, στα λόγια, η πολιτική είναι λειτούργημα. Στην πράξη όμως είναι ένα σημαντικό επάγγελμα, το οποίο μένει εντός της οικογένειας και διεκδικείται ή προστατεύεται ως κεκτημένο.
Τα πολιτικά τζάκια
Η μεγαλύτερη και μακροβιότερη κυπριακή πολιτική δυναστεία είναι της οικογένειας Κληρίδη από τον Αγρό. Ξεκίνησε με τον Ιωάννη Κληρίδη, ο οποίος ήταν δήμαρχος Λευκωσίας πριν από την ανεξαρτησία. Το 1959, με τη στήριξη του ΑΚΕΛ, έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Δημοκρατίας απέναντι στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο πρωτότοκός του, Γλαύκος (που στήριξε τον Μακάριο σ’ εκείνη την αναμέτρηση)διετέλεσε, από το 1960 μέχρι το 2003 πρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ η θυγατέρα του Καίτη εξελέγη, με την πρώτη, στη Βουλή όπως και ο δευτερότοκος του Ιωάννη, Ξάνθος. Αδελφός του Ιωάννη ήταν ο Νέαρχος Κληρίδης –ο οποίος διακρίθηκε για το εκπαιδευτικό και πνευματικό του έργο. Ο γιος του Λεύκος διορίστηκε (από τον ξάδελφότου Γλαύκο) υπουργός Δικαιοσύνης, θέση στην οποία υπηρέτησε και ο αδελφός του Φοίβος (τον οποίο διόρισε ο Σπύρος Κυπριανού, με εισήγηση του ΑΚΕΛ, του οποίου αργότερα υπήρξε βουλευτής). Ο γιος του Λεύκου, Κώστας Κληρίδης υπηρέτησε ως γενικός εισαγγελέας και ο ξάδελφός του (γιος του Φοίβου) Χρίστος εξελέγη στη Βουλή (με τους Νέους Ορίζοντες) και σήμερα είναι πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου. Ένας τουλάχιστον Κληρίδης υπηρετούσε στη Βουλή στα 46 από τα 63 χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά μετά το 2006 η δυναστεία δεν εκπροσωπείται στην πολιτική ζωή.
Η δεύτερη μακροβιότερη πολιτική οικογένεια στην Κύπρο ξεκίνησε από τον Τάσσο Παπαδόπουλο το 1960 και συνεχίζει να πρωταγωνιστεί στην κυπριακή πολιτική ζωή. Ο ιδρυτής της υπηρέτησε ως υπουργός, βουλευτής, πρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ενώ ο συνεχιστής της, γιος του Νικόλας, εξελέγη, με την πρώτη, βουλευτής το 2006 και σήμερα ηγείται του ΔΗΚΟ. Η οικογένεια Παπαδόπουλου εκπροσωπείται στην Κυπριακή Βουλή τα 40 από τα 63 χρόνια ύπαρξής της.
Ανάλογη παρουσία είχε και η πολιτική δυναστεία του Σπύρου Κυπριανού, η παρουσία της οποίας διακόπηκε το 2011. Σε αντίθεση με τους Κληρίδηδες και τους Παπαδόπουλους, οι Κυπριανού υπηρέτησαν περισσότερο στην κυβέρνηση, παρά στη Βουλή. Ο Σπύρος Κυπριανού ήταν υπουργός Εξωτερικών για 12 χρόνια, Πρόεδρος της Δημοκρατίας για δέκα και πρόεδρος της Βουλής για έξι. Ο γιος του Μάρκος εξελέγη, με την πρώτη, στη Βουλή, πέρασε τρία χρόνια ως υπουργός Εξωτερικών, ένα χρόνο ως υπουργός Οικονομικών και τέσσερα ως Ευρωπαίος Επίτροπος. Στα 30 από τα 63 χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας υπήρχε πάντα ένας Κυπριανού στην εκτελεστική εξουσία, ενώ για οκτώ χρόνια υπήρχε τουλάχιστον ένας Κυπριανού στη Βουλή.
Μια από τις μεγαλύτερες πολιτικές οικογένειες, με σχεδόν τέσσερις δεκαετίες αδιάλειπτης παρουσίας στη Βουλή είναι αυτή του Νίκου Ισίδωρου Μακρίδη, ο οποίος, σε αντίθεση με τους κληρονόμους του, απέτυχε τις πρώτες τρεις φορές και στην τέταρτη κέρδισε τη βουλευτική έδρα στην Αμμόχωστο με τον ΔΗΣΥ το 1985. Από τότε αυτή παραμένει στην οικογένεια. Τον διαδέχθηκε το 1991 ο γιος του Ισίδωρος, ο οποίος αποσύρθηκε το 2001για να τον διαδεχθεί ο γαμπρός του Γιώργος Γεωργίου μέχρι το 2021, όταν αποσύρθηκε για να εκλεγεί στη θέση του ο γιος του και εγγονός του Νίκου Μακρίδη, Νίκος Γεωργίου. Όλοι οι διάδοχοι του ιδρυτή εξελέγησαν με την πρώτη στη Βουλή, η δυναστεία εκπροσωπείται για 38 συνεχόμενα χρόνια στο κοινοβούλιο και η παρουσία της συνεχίζεται.
Άλλη μεγάλη πολιτική οικογένεια είναι οι Μουσιούττες. Τα αδέλφια Νίκος και Ανδρέας εισήλθαν σχεδόν ταυτόχρονα στην πολιτική αρένα το 1985. Ο Ανδρέας Μουσιούττας υπηρέτησε για 13 χρόνια ως υπουργός Εργασίας, αρχικά του Σπ. Κυπριανού και ακολούθως του Γλ. Κληρίδη, ο οποίος του εμπιστεύθηκε το υπουργείο σχεδόν για ολόκληρη τη δεκαετή διακυβέρνησή του. Ο Νίκος Μουσιούττας εκλέγεται το 1985 βουλευτής Λευκωσίας και επανεκλέγεται ανελλιπώς μέχρι το 2001. Το 2016 θα τον διαδεχθεί ο γιος του Μαρίνος, ο οποίος θα επανεκλεγεί το 2021. Για 23 χρόνια υπάρχει ένας Μουσιούττας στην Κυπριακή Βουλή και η δυναστεία συνεχίζεται.
Στον ΔΗΣΥ όπως και στο ΔΗΚΟ υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις πολιτικών οικογενειών, αλλά η χρονική παρουσία τους ήταν σαφώς μικρότερη.
Στο ΑΚΕΛ, το οποίο το 2026 συμπληρώνει ένα αιώνα ιστορίας, το φαινόμενο των πολιτικών δυναστειών είναι πιο διαδεδομένο, αλλά περιορίζεται στο Κοινοβούλιο, αφού το κόμμα συμμετείχε με δικά του στελέχη στην κυβέρνηση μόλις 10 από τα 63 χρόνια ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον Δημήτρη Χριστόφια, που υπηρέτησε για πέντε χρόνια στην Προεδρία της Δημοκρατίας και 17 στη Βουλή (επτά εκ των οποίων πρόεδρος του σώματος), διαδέχθηκε το 2021 ο γιος του Χρίστος, ο οποίος εξελέγη με την πρώτη στην επαρχία Κερύνειας όπου εκλεγόταν και ο πατέρας του. Είχε προηγηθεί η αλλαγή φρουράς του Κυριάκου Χρίστου, που εκλεγόταν στη Λεμεσό από το 1981 μέχρι το 1991, όταν τον διαδέχθηκε ο γιος του Ανδρέας μέχρι το 2003, όταν διορίσθηκε υπουργός στην κυβέρνηση του Τ. Παπαδόπουλου, από την οποία παραιτήθηκε το 2006 και εξελέγη δήμαρχος Λεμεσού. Στο ΑΚΕΛ Λεμεσού ακόμη μια οικογένεια «κληροδότησε» την έδρα από τον πατέρα, Γιαννάκη Αγαπίου (1991-2001) στον γιο Άγι Αγαπίου (2001-2006). Ακόμη δύο αξιοσημείωτες περιπτώσεις πολιτικών δυναστειών, με συνέχεια, είναι οι ακόλουθες: στο ΑΚΕΛ Πάφου ο Ανδρέας Φακοντής, βουλευτής από το 2006 μέχρι το 2021, παρέδωσε την έδρα στον ανιψιό (αδελφότεκνό) του Βαλεντίνο, που εξελέγη με την πρώτη στις τελευταίες βουλευτικές 2021. Στην Αμμόχωστο τον Ανδρέα Κουκουμά (1991-1996) διαδέχθηκε η σύζυγος του αδελφού του Σκεύη (2008-2021), στην έδρα της οποίας εξελέγη, το 2021, με την πρώτη ο γιος της Γιώργος.
Πολιτικές οικογένειες συναντούμε και στον χώρο της ΕΔΕΚ, αλλά σε σαφώς πιο περιορισμένη κλίμακα, παρά το γεγονός ότι είναι το δεύτερο παλαιότερο κόμμα του τόπου (έτος ίδρυσης 1969). Η μία είναι του Ευστάθιου Ευσταθίου, ο οποίος εξελέγη βουλευτής από το 1985 μέχρι το 1996. Στα χνάρια του ακολουθεί ο γιος του (έστω κι αν διαγράφηκε από το κόμμα) Κωστής, ο οποίος εξελέγη το 2016, επανεξελέγη το 2021 και συνεχίζει την παράδοση. Μια δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή του ζεύγους Κυριάκου και Ρούλας Μαυρονικόλα, το οποίο από το 2003 μέχρι το 2016 βρέθηκε στην κυβέρνηση, στην Κυπριακή Βουλή και στο Ευρωκοινοβούλιο.Ακόμη ένα ζεύγος πολιτικών είναι ο Γιώργος Βασιλείου, που για πέντε χρόνια ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας και για τρία βουλευτής και η σύζυγος του Ανδρούλα, η οποία εξελέγη δύο φορές στη Βουλή και διορίσθηκε για έξι χρόνια Ευρωπαία Επίτροπος.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Καθημερινή“.